- αναφουφουδιάζω
- αναφουφουδιάζω και αναφουφουλιάζω -ιασα, -ιάστηκα, -ιασμένος1. αμτβ., ανασηκώνω τα φτερά: Το τρυγόνι καθόταν πάνω στο δέντρο αναφουφουδιασμένο.2. μτβ., ξαναξαίνω, αραιώνω συμπιεσμένα πούπουλα ή μαλλιά: Έχουμε να αναφουφουδιάσουμε και τα στρώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.