αναφουφουδιάζω

αναφουφουδιάζω
αναφουφουδιάζω και αναφουφουλιάζω -ιασα, -ιάστηκα, -ιασμένος
1. αμτβ., ανασηκώνω τα φτερά: Το τρυγόνι καθόταν πάνω στο δέντρο αναφουφουδιασμένο.
2. μτβ., ξαναξαίνω, αραιώνω συμπιεσμένα πούπουλα ή μαλλιά: Έχουμε να αναφουφουδιάσουμε και τα στρώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναφουφουδιάζω — κ. λιάζω 1. ανοίγω λίγο τα φτερά, αναφτερουγίζω 2. ανοίγω, λαναρίζω, ξανταίνω (πούπουλα, μαλλί, βαμβάκι) η πράξη: αναφουφούδιασμα κ. λιασμα …   Dictionary of Greek

  • αναφουφούδιασμα — αναφουφούδιασμα, το και αναφουφούλιασμα, το, ατος το να αναφουφουδιάζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”